αξιωματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιωματικά < αξιωματικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αξιωματικά και αξιωματικώς
- που τον διέπει η αξιωματικότητα
- σχετικά με ένα αξίωμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τα αξιωματικά (el) ουδέτερο, πληθυντικός
βλ. αξιωματικός
- ουδέτερο• ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιθέτου "ο αξιωματικός"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιωματικά
|