απαγορεύεται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαγορεύεται < τρίτο πρόσωπο παθητικής φωνής του απαγορεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
απαγορεύεται
- δεν δίνεται η άδεια ή η δυνατότητα, δεν επιτρέπεται
- Το κάπνισμα απαγορεύεται καθ' όλη την διάρκεια της πτήσης.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαγορεύεται