αποκριτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκριτικά < αποκριτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αποκριτικά
- αποκρινόμενος, δίνοντας απάντηση σε ειδική ερώτηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκριτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αποκριτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκριτικό