απολογητική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απολογητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του απολογητικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απολογητική θηλυκό
- Το τμήμα της διαλεκτικής που έχει σκοπό την υπεράσπιση της αλήθειας.