απονεκρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απονεκρώνω < αρχαία ελληνική ἀπονεκρόω / ἀπονεκρῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
απονεκρώνω (παθητική φωνή: απονεκρώνομαι)
- κάνω κάτι νεκρό, το νεκρώνω
- (μεταφορικά) καταστρέφω εντελώς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απονέκρωμα
- απονεκρωμένος
- απονέκρωση
- απονεκρωτικός
- → δείτε τις λέξεις από, νεκρώνω και νεκρός
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απονεκρώνω | απονέκρωνα | θα απονεκρώνω | να απονεκρώνω | απονεκρώνοντας | |
β' ενικ. | απονεκρώνεις | απονέκρωνες | θα απονεκρώνεις | να απονεκρώνεις | απονέκρωνε | |
γ' ενικ. | απονεκρώνει | απονέκρωνε | θα απονεκρώνει | να απονεκρώνει | ||
α' πληθ. | απονεκρώνουμε | απονεκρώναμε | θα απονεκρώνουμε | να απονεκρώνουμε | ||
β' πληθ. | απονεκρώνετε | απονεκρώνατε | θα απονεκρώνετε | να απονεκρώνετε | απονεκρώνετε | |
γ' πληθ. | απονεκρώνουν(ε) | απονέκρωναν απονεκρώναν(ε) |
θα απονεκρώνουν(ε) | να απονεκρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απονέκρωσα | θα απονεκρώσω | να απονεκρώσω | απονεκρώσει | ||
β' ενικ. | απονέκρωσες | θα απονεκρώσεις | να απονεκρώσεις | απονέκρωσε | ||
γ' ενικ. | απονέκρωσε | θα απονεκρώσει | να απονεκρώσει | |||
α' πληθ. | απονεκρώσαμε | θα απονεκρώσουμε | να απονεκρώσουμε | |||
β' πληθ. | απονεκρώσατε | θα απονεκρώσετε | να απονεκρώσετε | απονεκρώστε | ||
γ' πληθ. | απονέκρωσαν απονεκρώσαν(ε) |
θα απονεκρώσουν(ε) | να απονεκρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απονεκρώσει | είχα απονεκρώσει | θα έχω απονεκρώσει | να έχω απονεκρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις απονεκρώσει | είχες απονεκρώσει | θα έχεις απονεκρώσει | να έχεις απονεκρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει απονεκρώσει | είχε απονεκρώσει | θα έχει απονεκρώσει | να έχει απονεκρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απονεκρώσει | είχαμε απονεκρώσει | θα έχουμε απονεκρώσει | να έχουμε απονεκρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε απονεκρώσει | είχατε απονεκρώσει | θα έχετε απονεκρώσει | να έχετε απονεκρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απονεκρώσει | είχαν απονεκρώσει | θα έχουν απονεκρώσει | να έχουν απονεκρώσει |
|