αποξενώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποξενώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποξενώνω
- θα αποξενώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποξενώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποξενώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποξένωση