αποξυλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποξηλώνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποξυλώνω < απο- + ξυλώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποξυλώνω (παθητική φωνή: αποξυλώνομαι)

  1. παγώνω, ξυλιάζω, αποξυλιάζω
  2. (μέσο) αποξυλώνομαι
    1. πεθαίνω
    2. εκπλήσσομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]