απορροφήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απορροφήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορροφώ
- θα απορροφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορροφώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απορροφήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απορρόφηση