αποστρατεύσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αποστρατεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποστρατεύω
  2. θα αποστρατεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποστρατεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

αποστρατεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποστράτευση