αποτραβώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτραβώ < απο- + τραβώ < μεσαιωνική ελληνική τραβώ < τραβίζω < ταυρίζω < ταύρος < αρχαία ελληνική ταῦρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *táwros
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.tɾaˈvo/
Ρήμα[επεξεργασία]
αποτραβώ (παθητική φωνή: αποτραβιέμαι)
- μεταφέρω ή απομακρύνω κάτι ή κάποιον από κάπου
- ※ Με τρόπο αποτραβήχτηκε στην κάμαρά της κι έμεινε ξανά μόνη, πολύ μόνη. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη)
- ≈ συνώνυμα: αποσύρω
- τραβώ
- (μεταφορικά) απομονώνω, αποξενώνω
- (προφορικό) τραβώ περισσότερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποτράβηγμα
- αποτραβηγμένα
- αποτραβηγμένος
- αποτραβηγμός
- αποτραβηχτός
- → δείτε τις λέξεις από, τραβώ και ταύρος