αρχειοθετήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αρχειοθετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρχειοθετώ
- θα αρχειοθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρχειοθετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αρχειοθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρχειοθέτηση