ασχημούτσικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασχημούτσικα < υποκοριστικό του επιρρήματος άσχημα
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασχημούτσικα και ασκημούτσικα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασχημούτσικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ασχημούτσικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασχημούτσικος