αφιλόστοργα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφιλόστοργα < αφιλόστοργος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αφιλόστοργα
- με αφιλόστοργο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφιλόστοργα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αφιλόστοργα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αφιλόστοργος