αχνιστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]αχνιστά
- με αχνιστό τρόπο, αχνίζοντας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αχνιστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αχνιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αχνιστό