βαρονίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρονίς θηλυκό
- (παρωχημένο) η κόρη ενός βαρόνου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρονίς
|
βαρονίς θηλυκό
|