βασκαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασκαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασκαίνω < βάσκανος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈsce.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐σκαί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

βασκαίνω, πρτ.: βάσκαινα, αόρ.: βάσκανα, παθ.φωνή: βασκαίνομαι, π.αόρ.: βασκάθηκα, μτχ.π.π.: βασκαμένος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • φτου, να μη σε βασκάνω / φτου να μη βασκαθείς: τυπική έκφραση που λέγεται όταν θέλουμε να επαινέσουμε κάποιον και τον φτύνουμε για να μην τον ματιάσουμε με τα καλά μας λόγια· λέγεται επίσης ειρωνικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
βασκαν- 

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασκαίνω < βάσκανος λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

βασκαίνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη βάσκανος

Πηγές[επεξεργασία]