βεβαιότατα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
βεβαιότατα
- οπωσδήποτε, εξάπαντος, απόλυτα βέβαια
- -Θα έρθεις απόψε; -Βεβαιότατα!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βεβαιότατα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βεβαιότατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βεβαιότατο