βουτύρατα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βουτύρατα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βούτυρο, αντί του βούτυρα στην κοινή νεοελληνική