βρεφοκομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βρεφοκομῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρεφοκομώ < (ελληνιστική κοινήβρεφοκομέω / βρεφοκομῶ < αρχαία ελληνική βρέφος + κομέω / κομῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɾe.fo.koˈmo/

Ρήμα[επεξεργασία]

βρεφοκομώ (παθητική φωνή: βρεφοκομούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]