βυθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυθώ < ελληνιστική κοινή βυθάω / βυθῶ < αρχαία ελληνική βυθός
Ρήμα[επεξεργασία]
βυθώ
- (σπάνιο) άλλη μορφή του βυθίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βυθώ
|