γεφυρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γεφυρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεφυρώνω
- θα γεφυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεφυρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
γεφυρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γεφύρωση