γκλιτσάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκλιτσάρω < γκλιτς + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική glitch

Ρήμα[επεξεργασία]

γκλιτσάρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]