γλάσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλάσο < γλασάρω < ιταλική glassare (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλάσο ουδέτερο και γκλάσο
- γυαλιστερή και λεία επικάλυψη ορισμένων γλυκισμάτων, που γίνεται κυρίως με ζάχαρη και ασπράδι αβγού
- (ενίοτε και με κομματάκια σοκολάτας ή μπισκότων)