γλυκοσαλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλυκοσαλιάζω < γλυκο- + σαλιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

γλυκοσαλιάζω

  1. ποθώ πολύ κάτι, μου τρέχουν τα σάλια γι’ αυτό
  2. (κατ’ επέκταση) ερωτοτροπώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]