γλυκοσαλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
γλυκοσαλιάζω
- ποθώ πολύ κάτι, μου τρέχουν τα σάλια γι’ αυτό
- (κατ’ επέκταση) ερωτοτροπώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γλυκοσάλιασμα
- → δείτε τις λέξεις γλυκός και σάλιο
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυκοσαλιάζω | γλυκοσάλιαζα | θα γλυκοσαλιάζω | να γλυκοσαλιάζω | γλυκοσαλιάζοντας | |
β' ενικ. | γλυκοσαλιάζεις | γλυκοσάλιαζες | θα γλυκοσαλιάζεις | να γλυκοσαλιάζεις | γλυκοσάλιαζε | |
γ' ενικ. | γλυκοσαλιάζει | γλυκοσάλιαζε | θα γλυκοσαλιάζει | να γλυκοσαλιάζει | ||
α' πληθ. | γλυκοσαλιάζουμε | γλυκοσαλιάζαμε | θα γλυκοσαλιάζουμε | να γλυκοσαλιάζουμε | ||
β' πληθ. | γλυκοσαλιάζετε | γλυκοσαλιάζατε | θα γλυκοσαλιάζετε | να γλυκοσαλιάζετε | γλυκοσαλιάζετε | |
γ' πληθ. | γλυκοσαλιάζουν(ε) | γλυκοσάλιαζαν γλυκοσαλιάζαν(ε) |
θα γλυκοσαλιάζουν(ε) | να γλυκοσαλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλυκοσάλιασα | θα γλυκοσαλιάσω | να γλυκοσαλιάσω | γλυκοσαλιάσει | ||
β' ενικ. | γλυκοσάλιασες | θα γλυκοσαλιάσεις | να γλυκοσαλιάσεις | γλυκοσάλιασε | ||
γ' ενικ. | γλυκοσάλιασε | θα γλυκοσαλιάσει | να γλυκοσαλιάσει | |||
α' πληθ. | γλυκοσαλιάσαμε | θα γλυκοσαλιάσουμε | να γλυκοσαλιάσουμε | |||
β' πληθ. | γλυκοσαλιάσατε | θα γλυκοσαλιάσετε | να γλυκοσαλιάσετε | γλυκοσαλιάστε | ||
γ' πληθ. | γλυκοσάλιασαν γλυκοσαλιάσαν(ε) |
θα γλυκοσαλιάσουν(ε) | να γλυκοσαλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλυκοσαλιάσει | είχα γλυκοσαλιάσει | θα έχω γλυκοσαλιάσει | να έχω γλυκοσαλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις γλυκοσαλιάσει | είχες γλυκοσαλιάσει | θα έχεις γλυκοσαλιάσει | να έχεις γλυκοσαλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει γλυκοσαλιάσει | είχε γλυκοσαλιάσει | θα έχει γλυκοσαλιάσει | να έχει γλυκοσαλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυκοσαλιάσει | είχαμε γλυκοσαλιάσει | θα έχουμε γλυκοσαλιάσει | να έχουμε γλυκοσαλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε γλυκοσαλιάσει | είχατε γλυκοσαλιάσει | θα έχετε γλυκοσαλιάσει | να έχετε γλυκοσαλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλυκοσαλιάσει | είχαν γλυκοσαλιάσει | θα έχουν γλυκοσαλιάσει | να έχουν γλυκοσαλιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλυκοσαλιάζω
|