ερωτοτροπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ερωτοτροπώ < έρωτας + -ο- + τρόπος + ώ

ερωτοτροπώ

  1. φλερτάρω
  2. εκδηλώνομαι διαχυτικά στον ερωτικό τομέα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]