γνωστός άγνωστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε επίθετο γνωστός & επίθετο ή ουσιαστικοποιημένο επίθετο άγνωστος, (νεολογισμός) του τέλους του 20ου αιώνα
Επίθετο[επεξεργασία]
γνωστός άγνωστος αρσενικό, γνωστή άγνωστη θηλυκό, γνωστό άγνωστο ουδέτερο
- (ευφημισμός) πασίγνωστος που όμως δεν κατονομάζεται
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γνωστός άγνωστος αρσενικό
- (ιστορία) μασκοφόρος διαδηλωτής που προκαλεί ζημιές, φθορές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- μπαχαλάκιας (ανεπίσημο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γνωστός άγνωστος
|