μπαχαλάκιας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαχαλάκιας οι μπαχαλάκηδες
      γενική του μπαχαλάκια των μπαχαλάκηδων
    αιτιατική τον μπαχαλάκια τους μπαχαλάκηδες
     κλητική μπαχαλάκια μπαχαλάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαχαλάκιας < μπάχαλ(ο) + -άκιας, νεολογισμός του τέλους του 20ου αιώνα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.xaˈla.cas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐χα‐λά‐κιας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαχαλάκιας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]