γομώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

γομώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γομώνω
  2. θα γομώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γομώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

γομώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γόμωση