γραμμή αιώνιου χιονιού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γραμμή αιώνιου χιονιού < → δείτε τις λέξεις γραμμή, αιώνιος και χιόνι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
γραμμή αιώνιου χιονιού θηλυκό
- (μετεωρολογία) το πιο χαμηλό σημείο πάνω από το οποίο το χιόνι δε λιώνει ποτέ, ούτε το καλοκαίρι
- άλλες μορφές: γραμμή διαρκούς χιονιού
Πηγές[επεξεργασία]
- «χιόνι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)