δέον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- δέον < αρχαία ελληνική δέον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής δέων < δεῖ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δέον ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τα δέοντα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- δέον: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
δέον
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
δέον