δεκτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]δεκτά < δεκτός
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δεκτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δεκτό
δεκτά < δεκτός
δεκτά