δημογέροντες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δημογέροντες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δημογέροντας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δημογέροντες αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του δημογέρων
- (ουσιαστικοποιημένο) άρχοντες, οι ευγενείς