διαφεντέψεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διαφεντέψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφεντεύω
  2. θα διαφεντέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφεντεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

διαφεντέψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαφέντεψη