διεγνωσμένοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]διεγνωσμένοι και λιγότερο λόγια διαγνωσμένοι
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του διεγνωσμένος
διεγνωσμένοι και λιγότερο λόγια διαγνωσμένοι