διεγνωσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διεγνωσμένος < διαγιγνώσκω
Μετοχή[επεξεργασία]
διεγνωσμένος, -η, -ο
- που έχει διαγνωστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διεγνωσμένος