διευκρινίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]διευκρινίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διευκρινίζω
- θα διευκρινίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διευκρινίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]διευκρινίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διευκρίνιση