δοκεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοκεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

δοκεύω

  1. παρατηρώ, παραφυλάω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 274
    ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει,
    δεν φεύγει από τη θέση της γυρίζοντας, μόνο παραμονεύει τον Ωρίωνα,
    Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
  2. κοιτάζω, βλέπω
  3. αναμένω, περιμένω
  4. επιζητώ, επιδιώκω
  5. σκέπτομαι
  6. νομίζω