σκέπτομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκέπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκέπτομαι.[1] Συγκρίνετε με το σκέφτομαι.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsce.pto.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκέ‐πτο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

σκέπτομαι, αόρ.: σκέφτηκα, μτχ.π.ε.: σκεπτόμενος (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη σκέφτομαι για θέμα σκεπτ- & σκεφτ-

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σύνθετα του ρήματος, και δείτε τα συγγενικά τους

Κλίση[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  σκέπτομαι 
Παρατατικός  ἐσκεπτόμην 
Μέλλοντας  σκέψομαι 
Αόριστος  ἐσκεψάμην 
Παρακείμενος  ἔσκεμμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐσκέμμην 
Συντελ.Μέλλ.  - 

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκέπτομαι < πρωτοελληνική *sképťomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skep-ye- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱep- από μετάθεση της ρίζας *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ) [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

σκέπτομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα με σκοπ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱop-

θέμα με σκεπ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱep- (Χρειάζεται επεξεργασία)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]