εθελούσια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐθελούσια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθελούσια < εθελούσιος + < αρχαία ελληνική ἐθελούσιος

Επίρρημα[επεξεργασία]

εθελούσια

  • (που γίνεται) με τη θέληση κάποιου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

εθελούσια