ειδικεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ειδικεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ειδικεύω
- θα ειδικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ειδικεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ειδικεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ειδίκευση