εκβαρβαρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκβαρβαρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκβαρβαρώνω
- θα εκβαρβαρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκβαρβαρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκβαρβαρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκβαρβάρωση