εκθειάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκθειάζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκθειάζω < (ελληνιστική κοινήἐκθειάζω < ἐκ + αρχαία ελληνική θειάζω < θεῖος < θεός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ek.θiˈa.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

εκθειάζω (παθητική φωνή: εκθειάζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]