εκλατόμησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκλατόμησης θηλυκό
- γενική ενικού του εκλατόμηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- εκλατομήσεως (λόγιο)
εκλατόμησης θηλυκό