εκλατόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκλατόμηση | οι | εκλατομήσεις |
γενική | της | εκλατόμησης* | των | εκλατομήσεων |
αιτιατική | την | εκλατόμηση | τις | εκλατομήσεις |
κλητική | εκλατόμηση | εκλατομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκλατομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκλατόμηση θηλυκό
- (λόγιο) (σπάνιο) άλλη μορφή του λατόμηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκλατόμηση
|