εκτεχνικεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκτεχνικεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εκτεχνίκευση
- εναλλακτικά: εκτεχνίκευσης
εκτεχνικεύσεως θηλυκό