εκτεχνίκευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκτεχνίκευση | οι | εκτεχνικεύσεις |
γενική | της | εκτεχνίκευσης* | των | εκτεχνικεύσεων |
αιτιατική | την | εκτεχνίκευση | τις | εκτεχνικεύσεις |
κλητική | εκτεχνίκευση | εκτεχνικεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτεχνικεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκτεχνίκευση < εκτεχνικεύω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκτεχνίκευση θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκτεχνικεύω, η πρόταξη της τεχνικής προσέγγισης και η πρακτική εφαρμογή της
- Ακόμη και οι σφοδρότεροι κατήγοροι της σύγχρονης τεχνικής δεν θα μπορέσουν να αμφισβητήσουν ότι χωρίς υψηλή εκτεχνίκευση θα κατέρρεε ο ανεφοδιασμός των σημερινών μαζικών κοινωνιών. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εκτεχνικεύω, τεχνική και τέχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκτεχνίκευση
|