εκτεχνίκευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκτεχνίκευση οι εκτεχνικεύσεις
      γενική της εκτεχνίκευσης* των εκτεχνικεύσεων
    αιτιατική την εκτεχνίκευση τις εκτεχνικεύσεις
     κλητική εκτεχνίκευση εκτεχνικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτεχνικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκτεχνίκευση < εκτεχνικεύω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκτεχνίκευση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]