εκτοκίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκτοκίζω < ελληνιστική κοινή ἐκτοκίζω < αρχαία ελληνική τόκος < τίκτω
Ρήμα[επεξεργασία]
εκτοκίζω (παθητική φωνή: εκτοκίζομαι)
- (οικονομία) (σπάνιο) άλλη μορφή του τοκίζω, δανείζω, επιδιώκοντας ή απαιτώντας τόκο
- (οικονομία) (σπάνιο) δημιουργώ τόκο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εκτοκισμός
- → δείτε τις λέξεις εκ και τόκος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκτοκίζω | εκτόκιζα | θα εκτοκίζω | να εκτοκίζω | εκτοκίζοντας | |
β' ενικ. | εκτοκίζεις | εκτόκιζες | θα εκτοκίζεις | να εκτοκίζεις | εκτόκιζε | |
γ' ενικ. | εκτοκίζει | εκτόκιζε | θα εκτοκίζει | να εκτοκίζει | ||
α' πληθ. | εκτοκίζουμε | εκτοκίζαμε | θα εκτοκίζουμε | να εκτοκίζουμε | ||
β' πληθ. | εκτοκίζετε | εκτοκίζατε | θα εκτοκίζετε | να εκτοκίζετε | εκτοκίζετε | |
γ' πληθ. | εκτοκίζουν(ε) | εκτόκιζαν εκτοκίζαν(ε) |
θα εκτοκίζουν(ε) | να εκτοκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκτόκισα | θα εκτοκίσω | να εκτοκίσω | εκτοκίσει | ||
β' ενικ. | εκτόκισες | θα εκτοκίσεις | να εκτοκίσεις | εκτόκισε | ||
γ' ενικ. | εκτόκισε | θα εκτοκίσει | να εκτοκίσει | |||
α' πληθ. | εκτοκίσαμε | θα εκτοκίσουμε | να εκτοκίσουμε | |||
β' πληθ. | εκτοκίσατε | θα εκτοκίσετε | να εκτοκίσετε | εκτοκίστε | ||
γ' πληθ. | εκτόκισαν εκτοκίσαν(ε) |
θα εκτοκίσουν(ε) | να εκτοκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκτοκίσει | είχα εκτοκίσει | θα έχω εκτοκίσει | να έχω εκτοκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκτοκίσει | είχες εκτοκίσει | θα έχεις εκτοκίσει | να έχεις εκτοκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκτοκίσει | είχε εκτοκίσει | θα έχει εκτοκίσει | να έχει εκτοκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκτοκίσει | είχαμε εκτοκίσει | θα έχουμε εκτοκίσει | να έχουμε εκτοκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκτοκίσει | είχατε εκτοκίσει | θα έχετε εκτοκίσει | να έχετε εκτοκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκτοκίσει | είχαν εκτοκίσει | θα έχουν εκτοκίσει | να έχουν εκτοκίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκτοκίζω
|