εκ παραδρομής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκ παραδρομής > (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκ παραδρομῆς > αρχαία ελληνική ἐν παραδρομῇ[1] → δείτε ἐκ & παραδρομή στη γενική ενικού
Έκφραση[επεξεργασία]
εκ παραδρομής
- (λόγιο) εξαιτίας απροσεξίας, ακούσια, χωρίς πρόθεση, από αβλεψία
- ↪ λάθος εκ παραδρομής
- ≈ συνώνυμα: εκ λάθους (λόγιο), κατά λάθος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ανορθογραφία (για λάθη ορθογραφίας)
- βαρβαρισμός (για λάθη γραμματικής)
- μαργαριτάρι
- λάθος εκ παραδρομής, γλωσσικό ολίσθημα, lapsus
- σαρδάμ (για μπέρδεμα προφοράς)
- σολοικισμός (για λάθη συντακτικού)
- γλώσσα λανθάνουσα
- υπερδιόρθωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκ παραδρομής
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εκ παραδρομής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας