ελικωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ελικωτά
- με ελικωτό τρόπο, σχηματίζοντας έλικα ή κάτι που μοιάζει μ’ αυτόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελικωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ελικωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ελικωτό