εμμανώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμμανώς < αρχαία ελληνική ἐμμανῶς < ἐμμανής < μαίνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mn̥yo- < *men- (σκέφτομαι)
Επίρρημα[επεξεργασία]
εμμανώς
- με τον τρόπο του εμμανούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμμανώς